Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

αν μπορούσες....

Το ερώτημα ξυπνούσε με κάθε αυγή. Και η απάντηση παρέμενε βασανιστικά ίδια
"όλη μου τη ζωή"
Κάθε μέρα. Κάθε αυγή.
"όλη μου τη ζωή"
Εμοιαζε με εφιάλτη που δεν γεννιόταν τη νύχτα παρά περίμενε εκείνο το πρώτο βλεφάρισμα.
- Αν με χάσεις, θα χαθείς;
Όχι, ε;
Ούτε κι εγώ. Μπορώ να με χάσω ελεύθερα.

Δεν μπορούσε να αφουγκραστεί.Αυτήν την ευαισθησία των ανύποπτων ήχων, τα μικρά σκιρτήματα των μικρών διαφορών, τους μικρούς αβέβαιους αναστεναγμούς...

Παράξενη αρμονία σ'αυτην τη συνύπαρξη της ανυπαρξίας.Χωρίς προορισμό. Μόνο η ψευδαίσθηση να οργανώνει τα βήματα σ'έναν αέναα δαρμένο κυματοθραύστη.
Εκεί....λίγο πέρα από τη στροφή
Εκεί....λίγο πιο κοντά στο άπειρο

Με μόνο όπλο την αφή, άγγιζε. Γέμιζε αμυχές.
Τυφλά τα μάτια....

Χέρι αγαπημένο; Θ'αρπάξεις το δικό μου....;

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

and the oscar goes....

Πολύ το χάρηκα που το Slumdog Millionaire σάρωσε τα Oscar, γιατί το The curious case of Benjamin Button ήθελε πολυυυυ υπομονή για να το δει κανείς μέχρι τέλους.




Αναμένουμε την εδώ προβολή της. Και κάτι μου λέει οτι δε θα απογοητευτούμε

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Μπίλλυ Χόλινταιη

Από το "Σας θυμάμαι πάντα", της Φρανσουάζ Σαγκάν :

"Η Νέα Υόρκη είναι μια ψηλή, ξανθιά, νεαρή γυναίκα, λαμπερή και προκλητική στον ήλιο, ωραία όπως εκείνο το "πέτρινο" όνειρο που αναφέρει ο Μπωντλαίρ. Η Νέα Υόρκη που, όπως μερικές κατάξανθες , ψηλές γυναίκες, κρύβει ζώνες σκοτεινές και μαύρες, δασιές και κατατρυγημένες. Κοντολογίς, αν μου επιτρέπει ο αναγνώστης την κοινοτοπία - άλλωστε τι άλλο μου απομένει;- η Νέα Υόρκη είναι πόλη σαγηνευτική.

..................

Μόλις αποβιβαστήκαμε στο Πιέρ, το μοναδικό ξενοδοχείο που γνώριζα μια και με είχε εγκαταστήσει εκεί ο ζάπλουτος εκδότης μου στο πρώτο μου ταξίδι, ζητήσαμε, αξιώσαμε, απαιτήσαμε την Μπίλλυ Χόλινταιη.

.................

Ξαφνικά, είδαμε να ξεπροβάλλει μια γυναίκα μαύρη και γερή, ψηλή, με μάτια σχιστά που τα 'κλεισε για μια στιγμή πριν αρχίσει το τραγούδι της, κάνοντάς μας να βυθιστούμε αμέσως στους γαλαξίες της, τους χαρούμενους, τους απελπισμένους, τους αισθησιακούς ή τους κυνικούς, κατά το κέφι της.

...................

Αγνοούσα τότε ότι η ίδια της η ύπαρξη μπορούσε να γεμίσει όλους τους δαιδάλους του πιο κλειστού και του πιο διεστραμμένου μυαλού. Αγνοούσα ότι ήταν ένα κορμί που παλλόταν από ζωή, σχεδόν αιμάτινο, που βυθιζόταν στη ζωή μέσα από πλήγματα ή χάδια, τα οποία -φαινόταν- πως και μόνο με την ανάσα της προκαλούσε. Ήταν μια γυναίκα μοιραία,, με την έννοια πως η μοίρα την είχε ευθύς εξαρχής αδράξει και ποτέ εγκαταλήψει, αφήνοντας της, για μοναδική άμυνα, ύστερα από χίλια τραύματα και χίλιες ηδονές εξίσου έντονες, αυτό τον χιουμοριστικό τόνο στη φωνή: αυτή την αλλόκοτη βραχνή φωνή που ξεκινούσε από πολύ μακριά, ή από πολύ χαμηλά, και ξαναγυρνούσε απότομα σε μας απ'το λαρυγγικό γελάκι της και τα περήφανα, φοβισμένα της μάτια.


.....................

Περάσαμε δεκαπέντε μέρες - ή ακριβέστερα δεκαπέντε χαράματα- από τις 4 το πρωί μέχρι τις 11 ή τις 12 το μεσημέρι, σ'εκείνη τη διαρκώς πνιγμένη στον καπνό μπουάτ, ακούγοντας το τραγούδι της Μπίλλυ Χόλινταιη.

.....................

Εκτός από λίγες ώρες που παραχωρούσαμε άθελά μας στον ύπνο, έμοιαζε να περιπλανιόμαστε σαν βρυκόλακες μέσα σε μια πόλη κωφάλαλη, που το μοναδικό της ζωντανό σημείο, το μοναδικό της καταφύγιο ήταν αυτή η σκηνή, το πελιδνό φως των "σποτ", το ξεκούρδιστο πιάνο.....κι αυτή η γυναίκα που κάποτε έλεγε ότι ήταν υπερβολικά πιωμένη για να τραγουδήσει και τότε μπέρδευε τα λόγια των στίχων χαριτολογώντας και βρίσκοντας υποκατάστατα γελοία και σπαραχτικά, που απ' αυτά τίποτε δεν έμεινε στη μνήμη πολυ. Κάτι για το οποίο εντελώς παράδοξα δεν μετανιώνω: η Νέα Υόρκη είχε γίνει μια πόλη τόσο μαύρη και σκοτεινή - αν εξαιρέσει κανείς τις εκρήξεις της φωνής της - ώστε λικνίζαμε τον κάματο και την εγκατάλειψή μας, το μεθύσι μας, μέσα σε μια νύχτα χλιαρή και ρυθμική όπως η θάλασσα. Μια θάλασσα όπου καμιά συγκεκριμένη θύμηση δεν θα μπορούσε να επιπλεύσει, δίχως να μοιάζει με συντρίμμι ή κοινοτυπία.


........................

Την ξανασυνάντησα ύστερα από κανα-δυο χρόνια στο Παρίσι, μια νύχτα το ίδιο μαύρη.
Ήταν και δεν ήταν η Μπίλλυ Χολινταίη : είχε αδυνατίσει, γεράσει, και στα μπράτσα της ζύγωναν όλο και πιότερο η μια την άλλη τα σημάδια των ενέσεων. Είχε χάσει εκείνη τη φυσική σιγουριά, εκείνη την ισορροπία στη στάση της που την έκανε μαρμάρινη ανάμεσα στις θύελλες και στους ιλίγγους της ζωής της.
Και μόνο εκείνη τη στιγμή αναλογίστηκα τα εκατομμύρια έτη φωτός που μας χώριζαν, ή μάλλον τα εκατομμύρια χρόνια σκοτάδι που με χώριζαν απ'αυτή, χρόνια που είχε θελήσει τόσο θαυμάσια, τόσο φιλικά να σβήσει εκείνες τις μακρινές τώρα πια δεκαπέντε μέρες. Όλα όσα είχαν παραμεριστεί στην πρώτη μας συνάντηση: το πρόβλημα της φυλής της, του θάρρους, του λυσσαλέου αγώνα της ενάντια στην κακομοιριά, στις προλήψεις, στην ανωνυμία, στους λευκούς και στους μη λευκούς, ενάντια στο αλκοόλ, στους άτιμους εχθρούς, ενάντια στο Χάρλεμ και στη Νέα Υόρκη, ενάντια στη μάνητα που μπορεί να προκαλέσει το χρώμα του δέρματος και σ'εκείνη, σχεδόν το ίδιο έντονη, που μπορεί να προκαλέσει το ταλέντο κι η επιτυχία. Ποτέ δεν μας είχε αφήσει να τα σκεφτούμε όλα αυτά, ούτε τον Μισέλ, ούτε εμένα, αν κι ίσως θα 'πρεπε να τα'χαμε σκεφτεί μόνοι μας. Εμείς , οι ευαίσθητοι Ευρωπαίοι, υπήρξαμε οι ανέμελοι βάρβαροι της ιστορίας. Κι η ιδέα αυτή μου έφερε δάκρυα στα μάτια, που δεν στέγνωσαν όλο το βράδυ.


..........................

Ύστερα από κάποια κουπλέ, ήρθε και κάθισε για λίγο μαζί μας, βιαστικά, πολύ βιαστικά, γιατί φαίνεται πως έφευγε την επομένη για το Λονδίνο ή κάποιο άλλο μέρος της Ευρώπης. "Έτσι κι αλλιώς, darling", μου είπε " you know, I am going to die very soon in New York, between two cops". Της ορκίστηκα πως όχι βέβαια. Δεν μπορούσα μήτε κι ήθελα να την πιστέψω. Όλη η νανουρισμένη με τη φωνή της, γοητευμένη απ'τη φωνή της εφηβεία μου, αρνιόταν να την πιστέψει.
Έτσι ένιωσα κατάπληκτη σαν πρώτη αντίδραση, βλέποντας ύστερα από λίγους μήνες στην εφημερίδα πως η Μπίλλυ Χόλινταιη είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα, μόνη, σ'ένα νοσοκομείο, ανάμεσα σε δύο μπάτσους"

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

η θάλασσα

"Ναι, την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα να απλώνεται απ΄τ'ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή, και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ'ακρογιάλι,να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά της γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνει την άγκυρα, να βγαίνει από το λιμάνι και ν'αρμενίζει στ' ανοιχτά, όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του.Τα σταχτόμαυρα πανιά τα ολοφούσκωτα, τα σκοινια τα κοντυλογραμμένα, τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά, μ'έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτοήμερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχει παρά το ταξίδι."

από τα "Λόγια της πλώρης" Α. Καρκαβίτσας

Αυτό το απόσπασμα μου ήρθε στο μυαλό πριν λίγη ώρα που βγήκα έξω κι ο βοριάς δυσκόλευε τα βήματά μου.Σχεδόν το ξέρω απ'εξω. "Την αγαπούσα τη θάλασσα."
Ο κυνηγός μου ήταν πεντακάθαρος εκεί πάνω, αλλά αυτός είναι μια άλλη ιστορία. Του ουρανού και των ονείρων με άστρα. Αγκαλιασμένα όνειρα σε αστροφώτιστους ουρανούς.

Σημερα...τωρα...

Εικόνες από το νησί αναδύθηκαν μπροστά στα μάτια μου μ' αυτόν τον άνεμο, τότε που λυσσομανούσε και με εμπόδιζε να προχωρήσω. Πάνε χρόνια τώρα. Δεν είχα ξανανιώσει τέτοιο πράγμα, να ρίχνω όλο το βάρος του κορμιού μου και να μην μπορω να κάνω βημα. Και η θάλασσα θυμωμένη, γκρίζα ....θεριό ανήμερο. Αλλά," την αγαπούσα τη θάλασσα".
Οσο πιο αγριεμενη εκεινη...τοσο πιο στο στοιχείο μου εγω. Σαν μια αναμετρηση ...Εκεινη βεβαιη νικητρια....

Από μνημη σε μνημη...

Ήταν κι ένα μικρό παραθυράκι σε άλλο νησι.....χειμωνα παλι....που δεν έκλεινε καλά και όλο το βάραγε ο βοριάς και ξύπναγα έντρομη τα βράδια από το φοβερό του κρότο . Μαζί του ανοιγε και η μπαλκονόπορτα του μικρού σαλονιού από το ρεύμα και η κουρτίνα ανέμιζε φουρτουνιασμενη μέσα στην άγρια νύχτα
Στοιχειωμένο έμοιαζε το σπίτι φορές φορές
Μερικές φορές το κακό κράταγε 4-5 μερόνυχτα.
Τι ανακούφιση όταν άκουγα τις σειρήνες των πλοίων κατω στο λιμάνι!

Έληγε το απαγορευτικο!
Θα μερέψουμε.
Μέχρι την επόμενη φορά. Και δεν αργούσε.

Ήμουν τόσο στεριανή όταν πρωταντίκρυσα το μεθυστικό γαλάζιο της χρώμα.... τα μαύρα βράχια του νησιού.Τι έρωτας ήταν αυτός!
Είχα δει κι άλλες θάλασσες αλλά πουθενά η στεριά δεν έδενε τόσο πολύ με αυτό το απίστευτο μπλε. Ναρκωμένα αντίκρισα αυτό το αλλόκοσμο θέαμα. Σαν παιδί.... που αντικρίζει πρώτη φορά τον κόσμο. Ή τον παράδεισο. Ποιος ξέρει ;
Είχα δει ποτάμια, λίμνες, πελώρια βουνά, απέραντα λιβάδια, δάση....θάλασσες άλλες.... αλλά τούτο το θέαμα έκλεβε την ψυχή...και δε σου την επέστρεφε.

Ίσως κάποια πράγματα να κατοικουνε μέσα μας. Πράγματα , μερη, άνθρωποι. Δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν. Γι' αυτο και δεν τα αναζητούμε. Όμως όταν τα βρίσκουμε είναι σα να συμπληρώνεται το παζλ της ψυχής μας. Και μόνο τοτε καταλαβαινουμε ποσο μισοι ήμασταν πριν. Ποσο ελλιπεις.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

hey,el

έφτασε η ώρα να τις κλείσω ;
τις μαύρες σελίδες;
δεν ξέρω.
σήμερα ένα τσακ με σταματησε.
κι άλλη μια φορά το έκανα και μετά έψαχνα να τις βρω
να βρω τα κομμάτια του εαυτού μου που έκρυψα εδώ μέσα
έχω παρακολουθήσει ότι οι περισσότεροι όταν φτάνουν σε αυτό το σημείο
είτε φύγουν είτε μείνουν, αλλάζουν το template
η διαδικασία μου θυμιζει λίγο τις γυναίκες που όταν θέλουν να αλλάξουν κάτι στη ζωή τους, βάφουν τα μαλλιά τους, αλλάζουν κούρεμα, παίρνουν καινούρια ρούχα
και όσο πιο μεγάλες οι αλλαγές που θέλουν να κάνουν τόσο πιο ριζική η αλλαγή της εξωτερικής τους εμφάνισης
αυτό που θέλουν να αλλάξουν είναι πολύ πιο βαθύ και εσωτερικό
αλλά ακριβώς αυτό είναι που δεν αλλάζει
(πρόπερσι είχα βάψει τα μαλλιά μου κόκκινα, όλοι με περνούσαν για ιρλανδέζα..ωραια φάση...ένιωθα ωραία....μετα πέθανε ο πατέρας μου και είχα κατακοκκινα μαλλιά και κατακόκκινα νυχια και στην κηδεία μια μακρινη ξαδέρφη μου εκανε την παρατηρηση πως δεν ηταν σωστο να έχω βαμμένα νυχια...έμεινα να κοιτω για λίγο τα πόδια μου....δεν καταλαβα ποιον ενοχλούσαν και γιατί....ουτε καταλάβαινα τι σχέση είχαν...το δικό μου πένθος είχε βιωθεί πολύ πιο πριν....και δεν είχε χρώματα....)

χάνοντας το πρώτο μου μπλογκ, αυτό που με λύπησε εκ των υστέρων δεν ήταν τα δικά μου κείμενα που έχασα, αλλά τα δικά σας σχόλια
και αυτό ήταν που με κράτησε σήμερα

αγαπημένε μου Β σ' ευχαριστώ που άφησες το σχόλιό σου και σ' αυτό το τετράδιό μου, όταν ξέρω ότι δεν το συνηθίζεις.
σήμερα ο φυσιοθεραπευτής μου κοιτούσε την ώρα που περίμενε τα βιβλία μου και αναγνωρισε ένα που του φάνηκε γνωστο.ήταν αυτό που επαναλειμμένα μου είπες να διαβάσω. του χαμογέλασα λέγοντας: "αυτό το βιβλίο μου άλλαξε τη ζωή. " με κοιταξε περίεργα...είναι πολύ νεος για να καταλάβει ότι μπορεί να συμβεί αυτό....ότι μπορεί να θέλεις να συμβεί

είναι μέρες που είμαι θλιμμένη, όπως όλοι μας, μέρες αδιέξοδες, τότε πιάνω μια γωνιά σαν μικρή γκρίζα, όσο και να μεγαλώσω μικρή γκρίζα θα μείνω , και δε θελω να μεγαλώσω πολύ όταν δεν αγαπιέμαι και τότε λέω "Hey El...ψηλά το κεφάλι, η ζωή σου είναι ο δικός σου μονόδρομος"

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

suzanne

Suzanne takes you down
to her place near the river
You can hear the boats go by
You can spend the night beside her
And you know that she's half crazy
But that's why you want to be there
And she feeds you tea and oranges
That come all the way from China
And just when you mean to tell her
That you have no love to give her
Then she gets you on her wavelength
And she lets the river answer
That you've always been her lover
And you want to travel with her
And you want to travel blind
And you know that she will trust you
For you've touched her perfect body with your mind.

And Jesus was a sailor
When he walked upon the water
And he spent a long time watching
From his lonely wooden tower
And when he knew for certain
Only drowning men could see him
He said "All men will be sailors then
Until the sea shall free them
"But he himself was broken
Long before the sky would open
Forsaken, almost human
He sank beneath your wisdom like a stone
And you want to travel with him
And you want to travel blind
And you think maybe you'll trust him
For he's touched your perfect body with his mind.

Now Suzanne takes your hand
And she leads you to the river
She is wearing rags and feathers
From Salvation Army counters
And the sun pours down like honey
On our lady of the harbour
And she shows you where to look
Among the garbage and the flowers
There are heroes in the seaweed
There are children in the morning
They are leaning out for love
And they will lean that way forever
While Suzanne holds the mirror
And you want to travel with her
And you want to travel blind
And you know that you can trust her
For she's touched your perfect body with her mind.


τη suzanne τη γνώριζε μέχρι κι εκείνος ο φλύαρος και αδαής ταξιτζής...κι έτσι πια θα τη θυμάμαι ....
έτσι.... και με τη δική σου παρατήρηση...

στο μυαλό μου όμως φέρνω τα ποτάμια της suzanne, τα ποτάμια με τις απαντήσεις,
τα δικά μου ποτάμια μαζί σου...

ξέρεις πως είναι τα πράγματα να μην έχουν ψυχή ; και ξαφνικά να γίνονται ένα με τις ανάσες σου...να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτά; γιατί τα πότισες με τη δική σου ψυχή ;

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Σκιές

Και μετά χάθηκε ο ήλιος. Κι έμειναν μόνο σκιές.

Αλλά για μια στιγμή....για μια στιγμή στο χρόνο.... τον είδα να χρυσίζει ....εκεί....στο απέναντι

Κι ήταν ωραία!

Γιατί ήταν πριν....ήταν ακόμη πριν..

Πριν τους χαμένους τόνους.

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

μ'αρέσει


ο τρόπος που το φως διεκδικεί το μερίδιό του στο σκοτάδι, κάθε μέρα και πιο ηχηρά....λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω.....και λίγα ακόμη .... μέχρι που να γίνει η μέρα τεράστια

μ'αρέσουν τα μικρά μπουκετάκια από μωβ και βιολετιές ανεμώνες σε μικρό γυάλινο ποτήρι

μ'αρέσει ο νοτιάς στο πρόσωπό μου. βαθιές εισπνοές, κλείνω τα μάτια να τον αισθανθώ σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου

μ΄αρέσει η μυρωδιά από άγριες φράουλες και η ξινή γεύση των βατόμουρων

μ'αρέσει η σκοτεινιά την ώρα της καταιγίδας

η βόλτα σε αρχαία λιθόστρωτα κάτω από τον ιερό βράχο

μ'αρέσει το λευκό δωμάτιο και τα λευκά σεντόνια εκεί που ο ήλιος είναι ανελέητος και ο βοριάς καθημερινή συντροφιά

μ'αρέσουν οι κίτρινες τουλίπες την ημέρα των γενεθλίων μου

μ'αρέσει το κροτάλισμα από χαλίκια που παρασέρνει το κύμα, καθώς σκάει με ορμή στην ακτή

μ'αρέσει που μπορώ να προσμένω πάντα ένα καλοκαίρι

μ'αρέσουν τα βιβλία με υφασμάτινο εξώφυλλο και η μυρωδιά του παλιού χαρτιού

μ'αρέσει η περιπλάνηση στα αεροδρόμια του κόσμου

μ'αρέσει ο ύπνος που κάνουν τα μικρά παιδιά.... ήρεμος, βαθύς, ανέφελος

μ' αρέσουν οι άνθρωποι που πάντα βρίσκουν έναν λόγο να χαμογελάνε

μ'αρέσουν τα κοτσύφια που κάθε Μάρτη τρελαίνονται να τραγουδούν για το ταίρι τους και τρελαίνουν κι εμένα με την ανθρωπόμορφη λαλιά τους

μ'αρέσει η άνοιξη μέσα στο χειμώνα

η αγάπη εκεί που δεν την περιμένεις

μ'αρέσει το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο

τα σκαμμένα πρόσωπα των ναυτικών και των ψαράδων

μ'αρέσουν τα όμορφα σκηνικά όταν εκείνος με κρατά αγκαλιά

μ'αρέσει να με κρατά αγκαλιά και χωρίς όμορφα σκηνικά

μ' αρέσουν τα φθινοπωρινά φύλλα και η πανδαισία των χρωμάτων τους

μ'αρέσει το αρχιπέλαγος ακόμη και για τ' όνομα του. οι λέξεις έχουν τη δική τους μουσική

μ΄αρέσουν τα γιορτινά πρωινά του χειμώνα, όταν τα φώτα δίνουν μια διαφορετική λάμψη στην πόλη

μ'αρέσει ο τρόπος που φίλος μου λέει : "μπορεί να μην είσαι κακάσχημη, αλλά απλά αποκρουστική" και ξεκαρδίζομαι στα γέλια

μ'αρέσει η μαρμελάδα βερύκοκο

το αφρόλουτρο με άρωμα μιμόζας

μ'αρέσει να χαζεύω ασπρόμαυρες φωτογραφίες, να βλέπω τις αλλαγές στους ανθρώπους, να απορώ για το πέρασμα της ζωής

μ'αρέσει η σκιά που αφήνει το κορμί μου όταν κολυμπώ σε διάφανα, καταγάλανα νερά

μ'αρέσει να αισθάνεται την απουσία μου, κάθε που φεύγω από κοντά του

μ'αρέσει να γυρίζω πίσω

μ'αρέσει να ακούω το speak low απο την Billie και να βουτώ στο βαθύ κυανό της σκέψης μου



μ' αρέσουν πολλά πράγματα που δεν είμαι

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

μη....




Φυλακή στο σχήμα μιας κενής οθόνης
Θα δραπετεύσει κάποτε;
Διαλέγετε......Τι;
Και συμπληρώνετε. Ό,τι επιθυμείτε
Παιχνίδι πολλαπλών απαντήσεων
Με φυλακίζω.
Ώρες - ώρες δεν ξέρω τι αξίζει πιο πολύ
Τι αντέχω πιο πολύ
Χωράω σε καρδιοχτύπια άσκοπα
Και ποτέ δεν αναρωτήθηκα για κείνο το μετά
Κλειστές πόρτες
Φράσεις μισές.
Όταν μιλάω εκεί έξω, οι φράσεις είναι ολόκληρες
Με περιγράφουν.
Μεγάλα αυτιά, μεγάλη μύτη, μικρά χείλη
Αυτή είμαι;
Μοιάζω καρικατούρα
Ας είναι.
Μπορείτε να μου μιλάτε χωρίς να με βλέπετε
Με τι αντέχεις να ζεις και με τι όχι
Είναι θέμα αντοχής η ζωή ;
Ή ομορφιάς;
Νησί είναι ένα μέρος που πηγαίνουμε το καλοκαίρι για να γίνουμε ευτυχισμένοι
Νησί είναι και η καρδιά μας
Οι σύνδεσμοι και οι δευτερεύουσες είναι όλα μέσα μου
Μόνο που δεν ξέρω γραμματική