Γράμματα...ή μάλλον αποσπάσματά τους.
Το 1936 ο Σεφέρης, 36 ετών τότε, γνωρίζει τη Μαρώ Λόντου (σύζυγο του Αντρέα Λόντου) και η ζωή του αλλάζει. 'Οπως συμβαίνει στις ταινίες...όπως συμβαίνει στα βιβλία... όπως συμβαίνει στη ζωή.
Διαβάζοντας την αλληλογραφία κάποιου , σου δημιουργείται συνήθως ένα αίσθημα ότι εισβάλεις στην προσωπική ζωή του από την κλειδαρότρυπα. Από την άλλη, έρχεσαι σε επαφή με μία άλλη διάσταση της προσωπικότητάς του, πιο ανθρώπινης, πιο οικείας, πιο στα μέτρα μας.
Μια μικρή επιλογή
Κορυτσά, 7 Ιανουαρίου 1937
..........
Πόσο θα ήθελα να ήξερα πώς είσαι τώρα, να καταλάβαινα μόνος μου τι θα σου έκανε καλό. Είναι δύσκολο από μακριά. Αισθάνομαι πως γίνονται διάφορα πράγματα εκεί κάτω, καθημερινές μεταλλαγές, κλονισμοί. Αλλά τι ακριβώς; Ούτε κι εσύ μπορείς να μου πεις. Το χειρότερο απ'όλα είναι όταν σε χάνω, όταν δεν ξέρω πια τίποτε. Σε νιώθω κουρασμένη, εκνευρισμένη. Αν τουλάχιστον μπορούσε να σταματήσει αυτό, θα το προτιμούσα και θα το ήθελα ίσως περισσότερο παρά να σε ξαναβρώ, παρ' όλη την αβάσταχτη λαχτάρα που έχω. Τι μπορεί να γίνει; Γράφεις ολοένα λιγότερο και συ, και πιο βιαστικά. Και αυτό με κάνει κάποτε να σκέπτομαι πως χάνεις πιο συχνά τώρα τελευταία τον εαυτό σου. Τι περίεργο, εσύ που έχεις τόση χαρά για τη ζωή να βουλιάζεις και να φθάνεις στο σημείο της απελπισίας και να πρέπει εγώ, που έχω κοιτάξει τα πράγματα τόσο γυμνά, να σου θυμίζω πως, όσο ζει ένας άνθρωπος, τίποτε δεν είναι χαμένο, όσο δεν έχει αφεθεί.
.............
Κουράζεται κανείς να υποφέρει. Τώρα σε βλέπω, αγάπη μου (αφού η λέξη αυτή γράφτηκε μια φορά, δεν μπορεί πια να μην τη γράφω κάθε τόσο), με περισσότερη γαλήνη και αφήνω τον εαυτό μου να ονειρευτεί πως θ' αξιωθώ να σου δώσω κάτι περισσότερο από έναν πρόσκαιρο ενθουσιασμό, κάτι που να λογαριάζει. Έπειτα, γιατί να μη γίνει κι αυτό; Όταν άρχισες να μου λες τη ζωή σου είχα να νικήσω πολύ περισσότερα εμπόδια από αυτά που βρίσκονται τώρα μπροστά μου.
Κορυτσά, 1 Φεβρουαρίου 1937
...................
Καμιά φορά, όταν μου ξεφεύγουν κάτι τέτοια λόγια, στέκομαι και λογαριάζω (ο άλλος που σέρνω πάντα κοντά μου σαν ίσκιο, ο άλλος, ο ψυχρός παρατηρητής που δε συγκινείται, είναι πάντα έτοιμος να μιλήσει), λογαριάζω τι κάνω, ζυγιάζω την ευτυχία που μπορώ να δώσω και τον πόνο που έχω δώσει κιόλας, όχι μονάχα σ' εσένα. Λαγαριάζω το κόστος αυτής της ευτυχίας. Σταματώ μια δύσκολη στιγμή. Κι έπειτα: " Ας γίνει ό,τι γίνει" - έτσι τελειώνω πάντα, άμα έρθω σε αντιπαράθεση μαζί σου. Και το τρομερό είναι ότι τα ξέρω όλα. Αυτή είναι η αγάπη μου. Και δεν πρέπει να σου τη λέω. Όμως βλέπεις αυτά τα πράγματα που είναι μεγαλύτερα από μας έχουν κάνει το κακό να μας δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται πάντα σε κίνδυνο, ότι, αν μας τυραννούν τόσο "φριχτά πολύ" σήμερα, αύριο μπορεί να έχουν χαθεί για πάντα. Και το περίεργο είναι πως ενώ τόσο πολύ βασανιζόμαστε, θα προτιμούσαμε να χάσουμε οτιδήποτε άλλο παρά αυτό το βασάνισμα. Και τότες λέμε πως "δεν έχουμε καιρό" και δίνουμε ό,τι μπορούμε να δώσουμε. Και δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω, τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι δε θα σου τις έγραφα, αν δε με πατρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ' αυτον τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω από όλα- κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση, και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα.
Μέσα στα χτεσινά χαρτιά μου βρήκα σημειωμένη σε μια γωνιά και τούτη τη φράση: " Κι όταν βασίλεψε ο ήλιος τα πόδια μου άρχισαν να κρυώνουν." Θυμάμαι την ώρα, το φως και το ύφος σου άμα την είπες. Τώρα ακόμη βλέπω το χαμηλό κοίταγμά σου και τα χείλια σου. Μια φράση που δεν την πρόσεξες, που σου την έκλεψα σχεδόν. Έμεινε εκεί πέρα στο συρτάρι μου συμμαζεμένη και πετάχτηκε ξαφνικά τρελή, καινούργια. Είπα πως έτσι θα είναι λιγάκι, άμα σε ξαναβρώ, η ζωή.
Κορυτσά, 10 Φεβρουαρίου 1937
Ρωτιέμαι καμιά φορά πώς θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πώς θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου. Την άλλη φορά που ήρθε το γράμμα σου κοίταζα το χαρακτήρα σου (τον γραφικό), έλεγα πως κάτι μου θύμιζε, από σένα. Έπειτα ξαφνικά, βρήκα πως μου θύμιζε τα γόνατά σου. Τώρα τον αγαπώ.
Κορυτσά, 16 Φεβρουαρίου 1937
Από το περασμένο Σάββατο το χιόνι έκλεισε τους δρόμους. Δεν έρχονται γράμματα ούτε φεύγουν. Και σε χρειάζομαι περισσότερο αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω γιατί το λέω αυτό. Κάθε μέρα είναι το ίδιο.
..............
Πού να είσαι τώρα ; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πόυ να είσαι ;Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ'αφήνει να σ'αγαπώ όπως θέλω, δε μ'αφήνει να ξέρω καν πώς να σ'αγαπώ.
..............
Παραμιλήματα, όπως λες. Θα'ρθει μια μέρα που θα χαλάσει αυτό το πρόσωπο που φτιάχνω πλάι στη λάμπα κάθε βράδυ, γράφοντάς σου ή όχι, με ό,τι κράτησα από την περασμένη σύντομη ζωή μας και με την τωρινή μου ζωή. Θα 'ρθει μια μέρα που θα σε ξαναβρώ καινούργια και θα πρέπει σιγά σιγά πάλι να σε ξαναμάθω. Ή μπορεί και να μην είναι έτσι, μπορεί, όταν πέσει το πρόσωπο που φτιάνω τώρα, να φανεί το άλλο πρόσωπο, πιο αγαπημένο ακόμη. Όπως και να'ναι, δεν είναι καθόλου απίθανο, τούτα τα βασανιστικά ερωτήματα να μην υπάρχουν τότε. Κι αν υπάρχουν, θα υπάρχουν αλλιώς.
Κορυτσά, 2 Απριλίου 1937
..........
Ξέρω γιατί, ανεξάρτητα από την αγάπη μου, μ'αρέσεις, κάποτε τόσο πολύ. Βρίσκω μια δροσιά κοντά σου και είμαι κάποτε, Θεός ξέρει, πόσο διψασμένος.
Κορυτσά, 4 Απριλίου 1937
Όλα αυτά τα "παχιά λόγια", το ξέρεις, δεν αξίζουν πάρα πολύ. Αλλά να σου'λεγα πως τώρα είναι πιο βαριά η ξενιτιά, μήπως θ'άξιζε περισσότερο; Την άλλη μέρα συλλογιζόμουνα πως, όπως και να ήταν τα πράγματα, δε θα μπορούσαν να ήταν καλύτερα. Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ'αρέσουν. Χρυσό τρελό παιδί, σου τα γράφω αυτά, κατά βάθος, για να μην ξυπνήσεις πάλι κανένα πρωί και σου σφυρίξει να μου γράψεις πως φαίνεσαι, μέσα στα γράμμματά μου, σαν ξένη.
Κορυτσά, 14 Απριλίου 1937
Παρ'το απόφαση, δε θα σου προσφέρω τίποτε που να μπορούν να σου το προσφέρουν άλλοι. Εκείνο που είμαστε μαζί δε θα μοιάζει, σαν ένα ανθρώπινο πρόσωπο, με τίποτε άλλο. Δηλαδή θέλω, αυτό που είμαστε μαζί, να είναι ένα δικό μας πλάσμα- δικό μας και ανεξάρτητο από εμάς- και όχι μια κατάσταση. Θα μας αγαπάει γιατί χωρίς αυτό θα μοιάζαμε σακάτηδες, αλλά θα έχει και τη μοίρα του, την προσωπικά δική του, και την ιδιοσυγκρασία του και τα καλά και τα κακά του - κι εμείς το ίδιο.
Κορυτσά, 20 Μαΐου 1937
Δεν μπορώ να σου γράψω πολύ. Σε συλλογίζομαι και μου κόβεται η ανάσα. Δεν κρατήθηκα ποτέ μαζί σου. Όσο θα το ήθελα τουλάχιστο. Αφέθηκα πάντα και να που σε βασανίζω. Τρελό παιδί, πώς μπόρεσε να περάσει μια στιγμή απο το νου σου πως με κουράζεις, ή πως μπόρεσα να συλλογιστώ να σταματήσω την αγάπη μου. Σ'αγσπώ μ'όλη μου την ψυχή και μ'όλο μου το κορμί. Κι ούτε αυτό είναι ολοσδιόλου έτσι. Είναι ολόκληρη η μοίρα μου, όπως κάποτε την αισθανόμαστε πολύ βαθιά μέσα μας, που σ'αγαπά. Και θα ήθελα αυτή η αγάπη να είναι άξια. Το θέλω. Δεν ξέρω τίποτε άλλο σήμερα να σου γράψω.
Κορυτσά, 3 Ιουλίου 1937
Έχεις γίνει ένα με την καρδιά μου που με πονεί. Τις ώρες που πέρασα σε κανένα δε θα ήθελα να τις δώσω, γιατί είναι σκοτεινές ώρες που πέρασα στη ζωή μου. Σου είπα ό,τι είχα να σου πω, έτσι λέω , κι όμως το μόνο πράγμα που θα είχα να κάνω, να πάρω το πρώτο τραίνο να 'ρθω κοντά σου και να σε ξεριζώσω από όλα αυτά τα πράγματα που σε κρατούνε, δεν το έκανα.
......................
Καλός είναι αυτός ο άνθρωπος που προστάζει. Άλλοτε προσπαθούσα να καταλάβω τον πόνο του. Τώρα κοντεύω να τον μισήσω. Όλος ασυνάρτητες μανίες. Πάντα το χειρότερο κρατούσε, το καλύτρο το τσαλαπάτησε, το κουρέλιασε, το πέταξε από εδώ κι από εκεί και τώρα, αν νομίζει πως του πήρα κάτι, γι' αυτό το χειρότερο θυμώνει. Δεν μπορεί να καταλάβει πως αυτό που μου έδωσες, αυτό που έχω από σένα, δεν το πήρα από κανέναν, πως ήταν κρυμμένο και το ξεσκέπασα για πρώτη φορά και πως γι' αυτό ακριβώς σ' αγαπώ.
Αθήνα, 11 Ιουλίου 1938
Αυτός ο παράξενος τρόπος να ζούμε μαζί τη φύση, να μαζεύουμε το χυμό του Θεού, που με κάνει να αισθάνομαι μόνος, ακρωτηριασμένος και όταν ακόμη η νύχτα είναι ωραία. Όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπό του, πρέπει να βρει τον τρόπο να μην ξυπνά ποτέ. Είναι ελεεινή αυτή η ευαισθησία κάποτε κάποτε.
Αθήνα, 29 Σεπτεμβρίου 1940
Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πώς σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ' έχω φρικτά επιθυμήσει. Τι τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί ίσως, μ'όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, και όταν ήσουν ακόμη κοντά μου, δε σε είχα όπως το ήθελα. Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία. Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα τα άλλα χάνονται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν ένα τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα.
Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.
4 σχόλια:
Άν θε να μάθεις πόσο πολύ αγάπησε κάποιος, διάβασε ότι έχει γράψει για τον/την αγαπημένο/η του. Δεν είναι η κλειδαρότρυπα, είναι το βάθος των συναισθημάτων του.
Καλό βράδυ.
Δε διαφωνώ μαζί σου Σοφία. Και όταν μιλάμε για διασημότητες ο ιδιωτικός βίος παραβιάζεται μάλλον εύκολα.
Απλά το πόσο αγαπάει κάποιος και ποιον, όταν προκειται για μια προσωπικη αλληλογραφία, είναι όπως και να το κάνουμε μία δίεισδυση σε κάτι πολύ προσωπικό.
Καλό σου βράδυ.
Έντονος τρόπος γραφής, όπως έντονα και τα σύναισθηματα που προκαλεί η αγάπη όταν δεν την έχεις κοντά σου..
*Καλησπέρα!:-)
Δεν θα τον θεωρουσα έντονο Λινα. Είναι ο τρόπος που μιλά ένας ερωτευμενος.Προσωπικα μου φάνηκε πολύ οικείος.
Δεν υπαρχει ποιηση όταν μιλάς στον αγαπημένο σου. Υπάρχει μονο η δύναμη του συναισθηματος κι αυτη ειναι που μιλάει.
Χρόνια Πολλά!
Δημοσίευση σχολίου