"Παρ' όλα αυτά σαν παιδιά, διηγούμαστε μεταξύ μας ιστορίες κι επινοούμε για να τις στολίσουμε αυτές τις γελοίες, φαντασμαγορικές, όμορφες φράσεις. Πόσο μ' έχουν κουράσει οι ιστορίες, που προσγειώνονται όμορφα με τα πόδια στο χώμα! Και πόσο δυσπιστώ απέναντι στα καθωσπρέπει σχήματα ζωής, τα ζωγραφισμένα πάνω σε μισά φύλλα χαρτιού. Αρχίζω να λαχταράω κάποια σύντομη γλώσσα σαν αυτή που χρησιμοποιούν οι εραστές, σπασμένα λόγια, άναρθρες λέξεις, σαν το σούρσιμο ποδιών πάνω στο πεζοδρόμιο. Αρχίζω να ψάχνω για κάποιο σχήμα που να συμφωνεί περισσότερο μ' εκείνες τις στιγμές της ταπείνωσης και του θριάμβου που 'ρχονται αναμφισβήτητα από καιρό σε καιρό. Κρυμμένες σε κάποιο χαντάκι κάποια μέρα με καταιγίδα, ενώ έβρεχε, κι ύστερα τεράστια σύννεφα παρελαύνουν στον ουρανό, σύννεφα κουρελιασμένα, τούφες από σύννεφα. Αυτό που με γοητεύει τότε είναι η σύγχιση, το ύψος, η αδιαφορία κι η παραφορά. Μεγάλα σύννεφα που πάντα αλλάζουν, και κίνηση , κάτι που θυμίζει θειάφι, καταχθόνιο, συντριμμένο, φύρδην-μίγδην, που δεσπόζει, που σέρνεται χαμένο ξεσκισμένο, κι εγώ ξεχασμένος ασήμαντος, μέσα σ' ενα χαντάκι. Από την ιστορία, από το σχέδιο, δε βλέπω τότε ούτε ίχνος."
Το απόσπασμα είναι παρμένο από "Τα κύματα" ένα από τα πιο αριστοτεχνικά, κατά τη γνώμη μου, γραμμένα βιβλία. Και συγκεκριμένα από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όταν ο Μπέρναρντ, ένας από τους εξι πρωταγωνιστές μένει πια γέρος και μόνος, έχοντας χάσει όλους τους ανθρώπους που οι ζωές τους αλληλεπιδρούσαν με τη δική του....και κάνει κατά κάποιον τρόπο έναν απολογισμό.
"Ήμασταν όμως όλοι διαφορετικοί. Το μεδούλι- το παρθένο μεδούλι που καλύπτει τη ραχοκοκκαλιά έλιωνε σε διαφορετικά κομμάτια για τον καθένα από μας. Το μούγκρισμα του λουστράκου που 'κανε έρωτα στο δουλάκι ανάμεσα στους θάμνους της λαγοκερασιάς, τα ρούχα στο σκοινί που 'παιρνε άγρια ο αέρας, ο πεθαμένος στο χαντάκι, η μηλιά, ολόγυμνη στο σεληνόφωτο, ο αρουραίος που 'βριθε από σκουλήκια, η ανταύγεια που στάλαζε γαλάζιο- τ' άσπρο μας μεδούλι ήταν διαφορετικά χαραγμένο και λεκιασμένο με το καθένα απ' αυτά. Τον Λούις τον αηδίαζε η φύση της ανθρώπινης σάρκας, τη Ρόντα η σκληρότητά μας, η Σούζαν δεν μπορούσε να μοιραστεί τίποτα, ο Νέβιλ ήθελε τάξη, η Τζίνυ αγάπη και ούτω καθεξής. Καθώς τα κορμιά μας γίνονταν διαφορετικές οντότητες υποφέραμε τρομερά."
Όμως όλοι αυτοί οι φίλοι, αυτοι οι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους, όλοι 'φυγαν πριν από τον Μπέρναρντ. Κι ο Μπέρναρντ, δε θλίβεται....αντίθετα δοξολογεί τη μοναξιά του τέλους.
" Τώρα ας ψάλλω τη δοξολογία μου. Δόξα το Θεό για τη μοναξιά μας. Αφήστε με να μείνω μονάχος. Αφήστε με να βγάλω και να πετάξω τούτον τον πέπλο της ύπαρξης, τούτο το σύννεφο π' αλλάζει με τον παραμικρό ανασασμό, μέρα νύχτα, όλη μέρα κι όλη νύχτα. Στο διάστημα που κάθομαι εδώ αλλάζω. Είδα τον ουρανό ν' αλλάζει. Είδα σύννεφα να σκοτεινιάζουν τ' αστέρια, ύστερα να τ' αποκαλύπτουν και μετά να τα ξανακρύβουν πάλι. Τώρα έχω πάψει να κοιτάω την αλλαγή τους. Τώρα δε με βλέπει κανείς κι εγώ έχω πάψει ν'αλλάζω. Δόξα το Θεό για τη μοναξιά που μ' απάλλαξε απ' την πίεση των βλεμμάτων, από την πρόκληση του κορμιού, κι όλη την ανάγκη για φράσεις και ψέμματα."
Μα λίγο πιο πριν...λίγο πιο πριν..
"Μ' έχει κυριέψει η ψευδαίσθηση πως κάτι προσκολλιέται για μια στιγμή, κάτι που έχει στρογγυλάδα, βάρος, βάθος, κάτι που ολοκληρώνεται. Αυτό φαίνεται να 'ναι για την ώρα η ζωή μου. Θα στην έδινα ολόκληρη. Θα την έκοβα όπως κόβει κανείς ένα τσαμπί σταφύλια. Θα 'λεγα: - Πάρ' την, αυτή είναι η ζωή μου.
Δυστυχώς όμως, αυτό που βλέπω εγώ (τούτη τη σφαίρα, γεμάτη μορφές) εσύ δεν τη βλέπεις."