Το είχα στο μυστικό μου κήπο, το έχω μεσ΄την καρδιά μου, καιρός να το ξαναδώ σ' αυτό το μαύρο τετράδιο...ένα απόσπασμα από το πιο αγαπημένο μου βιβλίο της ελληνικής λογοτεχνίας...ένα απόσπασμα που μιλάει για δυο μεγάλες αγάπες με απέραντη τρυφερότητα....
την αγάπη της μάνας και την αγάπη για τη θάλασσα...
....από την "Αιολική Γη" του Βενέζη
Όλο το βιβλίο είναι γραμμένο με μια τρυφερότητα που ξεχειλίζει μέσα από δυο αθώα παιδικά μάτια....μάτια που βλέπουνε παντού θαύματα
Είναι ώρες που αναρωτιέμαι...πώς μπορούσε να βλέπει παντού θαύματα ο συγγραφέας που έζησε στο πετσί του τη μικρασιάτικη καταστροφή, που τυραννήθηκε όσο κανένας άλλος ομότεχνός του, αναγκασμένος ν'ακολουθήσει τα " εργατικά τάγματα" στα βάθη της Τουρκίας....
Πώς μπόρεσε μέσα από τόσες στερήσεις, μετά από τόσα βασανιστήρια σωματικά και ψυχικά να διατηρήσει την αθώα παιδική ματιά, την καλοσύνη, την αγάπη....
Ο τρόπος που περιγράφει τον άνθρωπο στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι μοναδικός σε τρυφερότητα...Ίσως να πρέπει να περάσεις μέσα από τη φωτιά για να εκτιμήσεις την αξία της ανθρώπινης ζωής
από την άλλη...
Όλα μες στο μυαλό μας είναι (....πολύ πριν.... διαμορφώθηκαν...), ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο...ο τρόπος που τον ερμηνεύουμε...ο τρόπος που υπάρχουμε μέσα σε αυτόν
κι η αγάπη που εισπράττουμε στα παιδικά μας χρόνια μένει ανεξίτηλη εντός...μόνο σε αυτό καταλήγω
κι είναι αυτός ο μόνος λόγος να δικαιολογώ την ανερμήνευτη έλλειψη καλοσύνης στους άλλους...
δεν μπορείς να δώσεις κάτι που δεν πήρες απλόχερα τότε που έπρεπε
αλλά ας αφήσω το συγγραφέα να μιλήσει....ας χαθώ πάλι στο παραμύθι του:
"Οι πρόγονοί μου δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω απ' τα Κιμιντένια. Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας. Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλς τα χιόνια φεύγανε απ' τα Κιμιντένια κ' η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τ' αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της,. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξίδευαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός,. Αλλά μια μέρα η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομάγμενη και το σήκωσε είδε το πρόσωπο του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ' εκείνο δεν ήξερε ν' αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ' η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ 'όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ' ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κι εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κι εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν γίνονταν πανιά, ο άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κι εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Σαν ξυπνούσα, έβλεπα από πάνω μου τα μάτια της μητέρας μου να περιμένουν
- Ήταν ωραία, αγόρι; με ρωτούσε χαμογελώντας γλυκά.
- Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη θάλασσα ! "